ἰνάριον

ἰνάριον
ἰνάριον
strand
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ινάριον — ἰνάριον, τὸ (Μ) υποκορ. βλ. ίνα (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ἰναρίῳ — ἰνάριον strand neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνάρια — ἰνάριον strand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”